αυτιάζομαι
Смотреть что такое "αυτιάζομαι" в других словарях:
αυτιάζομαι — ιάστηκα, ακούω με προσοχή, στήνω αυτί, ανησυχώ: Αυτιάστηκε, γιατί του φάνηκε πως κάτι σύρθηκε κοντά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)